Έχασα τον κάττο.
Μεν πανικοβληθείτε. Μες στο σπίτι τον έχασα.
Φωνάζω του, κάμνω του μιψ, κοιτάζομεν από ΄δω, κοιτάζομεν από 'κει, τίποτε.
Λαλώ αλόπως θα εχώστηκε κάπου που εν μπορώ να τον δω/ ακούσω, τζι έκατσα να δουλέψω.
Σε κάποια φάση ακούω τα βηματούθκια του (Εν φορεί τακούνια, αλλά εν βορτάκι και ακούουνται τα νυχάκια του την ώρα που περπατά.), τζαι φκαίνω που το δωμάτιό μου. Με το που κατάλαβε ότι πάω προς το μέρος του ξεκινά να βουρά, τζαι πάει στην τραπεζαρία.
Πάω πίσω του τζαι βρίσκω τον να μυρίζεται/γλείφει/δακκάνει κάτι πας στο χαλί με άπειρη προσήλωση. Σηκώνω τον, λαλώ του "τι μυρίζεσαι πάλε τζαι πωρώνεσαι;", τζι αφήνω τον στο σαλόνι. Ξανά χαμέ με τα μούτρα. Ξανασηκώνω τον. Θωρώ χαμέ, πας στο χαλί ήταν ένα γυαλιστερό πλαστικούι, μακρόστενο. Πάω να το πιάσω και κινείται. Κι ο κύριος ανάστατος να πορτοκλωτσά να γυρίζει την τζεφαλή του να δει χαμέ, χαμός.
Μπήω τη φωνή. Η μάνα μου εκάθετουν πίσω μου, πας στον καναπέ. Μιλώ σου ώσπου να σηκωθεί τζαι να έρτει να δει μπορεί να πέρασε τζαι μισό λεπτό. Αργοκίνητο. Θωρεί τον μίνί δεινόσαυρο λοιπόν, τζαι ρωτά με τι είναι. ΤΩΡΑ ΜΕΝ ΣΟΥ ΚΑΜΩ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΙ ΕΙΔΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΤΙΝΟΣ ΓΙΟΣ ΕΙΝΑΙ!!! Λαλώ της εν ηξέρω τι σκατά σαυροειδές είναι, σκοτώστε το (εγώ εβάστουν τον κάττο τζαι ήμουν σε λίο πανικό που παραλίγο να της τζήσω). Τζαι η μάνα μου ξεκινά να φωνάζει του παπά μου ο οποίος ήταν στο δίπλα δωμάτιο αλλά εν απόρησε γιατί παουρίζουμεν ασπούμε τόση ώρα να σηκωθεί να έρτει να δει, μάλλον επειδή εν στη φάση που σκέφτεσαι 2 τζαι 3 τζαι 5 τζαι 10 φορές πόση ανάγκη είναι να σηκωθείς επειδή εν τόσο κουραστικό πλέον για σένα.
Μετά μου αλλό μισό λεπτό αλόπως καταφτάνει τζι ο παπάς μου (8 βήματα τόπος) τζαι στέκεται τζαι θωρεί τζαι ρωτά τζαι τούτος τι είναι. ΤΙ ΕΝ ΤΟ ΘΕΜΑ ΣΑΣ, ΚΑΜΝΟΥΜΕ ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΚΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΣΑΥΡΑΣ ΤΩΡΑ;;; Τζαι αρκέφκει της μάνας μου να πάει να φέρει το φτυαράκι να την πιάσει να την φκάλει έξω (ο παπάς μου ο φυσιολάτρης, ο κηνυγός, έθελε να σώσει τη σαύρα, έτσι για να ξέρετε), τζαι ταυτόχρονα να μου λαλεί "ήντα τον βαστάς κόρη, αφήστε το χτηνόν να εκφραστεί, εν θωρείτε εν τα ένστικτά του; εν κανεί έχετε τον ούλλη μέρα κλεισμένο μες σε τούτο το σπίτι."
Στο μεταξύ η μάνα μου πάει, έρκεται, φέρνει το φτυαράκι μας (το οποίο εν μεταλικό, επειδή τα πλαστικά "κόφκουν" που τον ήλιο τζαι τσακρούν τζαι σπάζουν), τζαι καθίσκει το πας στη σαύρα τζαι κόφκει την που τη μέση, ενώ κάθεται τζαι παρακολουθεί την σαύρα παύλα πλέον παύλα Μαρία Αντουανέτα που κλώννεται ώσπου να φκει η ψυσhή της (αμαρτία, Moonlight να λαλείς για την ψυσhή της σαύρας ημίσh.) (έννεν;).
Ο κάττος έκαμε κανένα μισάωρο να επανέλθει που το αμόκ "πού εν το παιχνίδι μου, ήταν τέλειο, ήταν σούπερ γουάο, φέρτε μου το πίσω, εγώ ένα παιχνίδι καλό εν μπορώ να έχω, βαρκούμαι τη μίζερη ζωή μου."
Τζι εγώ σκέφτουμαι ότι πεθανίσκεις άμα γερνάς επειδή εν αργά τα αντανακλαστικά σου. Θωρείς τον χάρο που έρκεται. Ακούεις τον που σου λαλεί "που 'σια 'ρκουμαι", αλλά λαλείς "πού να σηκωθώ τωρά να πάω πάρακατω; μπορεί να μέννεν εμένα που μιλά. ας κάτσω δαμέ αλλό λίο να δούμε. καλά, μπορεί να εν τίποτε άλλο που συμβαίνει. έτο αν εν τούτο που ενόμισα, έννα πεταχτώ πάνω να φύω γλήορα γλήορα". Ε τζαι τελικά για δες, εν είσαι τόσο γλήορος όσο ενόμιζες, τζαι τσουπ, επήες.
Λες;