Τελευταία μέρα, ξυπνώ και ντύνομαι, κατεβαίνω για πρωινό (νομίζω όσο περνούν οι μέρες, τόσο καλύτερες επιλογές κάνεις για πρωινό) και επιστρέφω στο δωμάτιο για να φτιάξω τα πράγματά μου και το cd της πτυχιακής με τις αλλαγές που μου ζήτησαν.
Την κάνω για βιβλιοθήκη αφού φάω μικρή απογοήτευση γιατί δεν μου δίνουν late check out στο ξενοδοχείο. Κάνουν μισή ώρα να βρουν το cd που τους πήγα 3 μέρες πριν. Αποφάσισα ότι δεν θα εκνευριστώ για τέτοια αλλά ενώ περιμένω μαρτυρώ απαράδεκτη συμπεριφορά υπαλλήλου της βιβλιοθήκης προς φοιτητή και τα παίρνω λίγο μέσα μου. Κάνω τη δουλειά μου και φεύγω.
Δοκιμάζω τη νέα καφετέρια στην αρχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου έμενα, το οποίο μου συνέστησε η καθηγήτρια την προηγούμενη μέρα. Κονσέρβα.
Πολύ καθυστερούν να εξυπηρετήσουν αλλά είναι πανέμορφα Επέλεξα να καθίσω στο παράθυρο για να βλέπω μέσα, αλλά να είμαι έξω και να μπορώ να καπνίσω. Σε κάθε παραθυράκι έχουν και από ένα αντικείμενο να χαζέψεις. Ένα γλαστράκι με ένα μικρό δέντρο κουμ κουάτ, ένα παιδικό παιχνίδι φορτηγό, ένα καρουζέλ που φωτίζεται και γυρνά. Βαζάκια με ζάχαρη σε όλα τα τραπέζια, μέσα ένα μακρύ τραπέζι με coffee table books και παδικά, όμορφες λεπτομέρειες και μια προθήκη με παλιές κονσέρβες. Πίνω ένα χυμό μπανάνα-βύσσινο (μου έλειψε!) και φεύγω για ξενοδοχείο.
Χαζεύω λίγο τις γειτονιές, το άγαλμα του καιόμενου μας (καταλαβαίνεις, μετά το ποίημα στην Γ' Λυκείου πας να σπουδάσεις σε μια πόλη με ένα άλλο καιόμενο, βαφτίζεις τον...)
Ξεκουράζομαι λίγο μέχρι να έρθει η ώρα για τσεκ άουτ αφού με περιμένει μεγάλη μέρα, χωρίς λίο χώρο να ησυχάσω, συνεννοούμαι με τη συμφοιτήτρια και δίνουμε ραντεβού στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης.
Κάνουμε τη βόλτα μας στο μουσείο, βλέπουμε την προσωρινή έκθεση για την οποία είχα διαβάσει πριν πάω, φρικάρω με τους Ιάπωνες που έχουν τόσο τρομακτικές ιστορίες και φεύγουμε.
Πάω για βρωμοφαγητό στα ΜικΜακ, σάντουιτς όπως το έπαιρνα όσο ήμουν στο νησί: τυρί, γαλοπούλα, τυροκαφτερή, καλαμπόκι, ελιές, τομάτα, αγγούρι, πατάτες. Εννοείται ότι είναι βρώμικοι όπως πάντα. Με το γάντι που ακουμπά το ψωμί και τα υλικά, ακουμπά και τους δίσκους, και τις τοστιέρες και τα χρήματα!!!!! Κλασικά, αλλά γιάμ.
Τρώω και κάνω βόλτα μέσω Καμπιέλλο (παλιάς πόλης) στο παλιό λιμάνι (τώρα μαρίνα), για να καταλήξω στην είσοδο του νέου φρουρίου. Ανεβαίνω και βλέπω τη θέα από τη διαδρομή και την κορυφή. Στενοχωριέμαι γιατί κάποτε το bar Morrison είχε τρελό σουξέ εκεί, στην απλωσιά στην κορυφή του φρουρίου, και τώρα το μόνο που υπάρχει είναι μια καφετέρια ίσα ίσα για να ξεδιψάσει ο επισκέπτης, και κλείνει στις 5:00-5:30 το απόγευμα.
Κάτω έχει ανοίξει ένα νέο μεξικάνικο, και ένα wine something, έχοντας αλλάξει όλα από 3-4 φορές από τότε που έφυγα.
Κατεβαίνω από την άλλη πλευρά, περνώ από τη Λαΐκή που επιτέλους τέλειωσε, εκσυγχρονίστηκε και έγινε ένας τόπος πιο μαζεμένος και συγυρισμένος. Συνεχίζω προς το κέντρο και καταλήγω πάλι στο Bristol αν και το σχέδιο ήταν να κάτσω στο Petit Fleur, αδερφάκι του μαγαζιού στην Αθήνα. Λογικό, μια σταλιά τόπος, σιγά μην έβρισκα καρέκλα!
Διαβάζω το βιβλίο μου και αποφασίζω ότι είναι ώρα για άλλη μια βόλτα. Πρέπει να διαλέξω μεταξύ καθολικού νεκροταφείου και κανονιού-ποντικονησιού.
Επιλέγω το πρώτο μόνο και μόνο γιατί δεν θέλω να φάω την ώρα μου περιμένοντας λεωφορεία και να εκνευρίζομαι. Εξάλλου η διάθεσή μου είναι για ηρεμία και όχι για πολλά πολλά.
Γυρνώ στο κέντρο, πέρνω ένα χυμό γιάμ γιάμ καρύδα-ανανά και κάθομαι στη σπιανάδα και χαζεύω λίγο.
Η ώρα περνά, πρέπει να την κάνω για καλά. Κατεβαίνω στην πιάτσα, πέρνω ένα ταξί, περνάμε από το ξενοδοχείο, μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγουμε για αεροδρόμιο και Σαλόνικα...
Την κάνω για βιβλιοθήκη αφού φάω μικρή απογοήτευση γιατί δεν μου δίνουν late check out στο ξενοδοχείο. Κάνουν μισή ώρα να βρουν το cd που τους πήγα 3 μέρες πριν. Αποφάσισα ότι δεν θα εκνευριστώ για τέτοια αλλά ενώ περιμένω μαρτυρώ απαράδεκτη συμπεριφορά υπαλλήλου της βιβλιοθήκης προς φοιτητή και τα παίρνω λίγο μέσα μου. Κάνω τη δουλειά μου και φεύγω.
Δοκιμάζω τη νέα καφετέρια στην αρχή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας όπου έμενα, το οποίο μου συνέστησε η καθηγήτρια την προηγούμενη μέρα. Κονσέρβα.
Bob Marley |
Πολύ καθυστερούν να εξυπηρετήσουν αλλά είναι πανέμορφα Επέλεξα να καθίσω στο παράθυρο για να βλέπω μέσα, αλλά να είμαι έξω και να μπορώ να καπνίσω. Σε κάθε παραθυράκι έχουν και από ένα αντικείμενο να χαζέψεις. Ένα γλαστράκι με ένα μικρό δέντρο κουμ κουάτ, ένα παιδικό παιχνίδι φορτηγό, ένα καρουζέλ που φωτίζεται και γυρνά. Βαζάκια με ζάχαρη σε όλα τα τραπέζια, μέσα ένα μακρύ τραπέζι με coffee table books και παδικά, όμορφες λεπτομέρειες και μια προθήκη με παλιές κονσέρβες. Πίνω ένα χυμό μπανάνα-βύσσινο (μου έλειψε!) και φεύγω για ξενοδοχείο.
Χαζεύω λίγο τις γειτονιές, το άγαλμα του καιόμενου μας (καταλαβαίνεις, μετά το ποίημα στην Γ' Λυκείου πας να σπουδάσεις σε μια πόλη με ένα άλλο καιόμενο, βαφτίζεις τον...)
Κώστας Γεωργάκης |
Ξεκουράζομαι λίγο μέχρι να έρθει η ώρα για τσεκ άουτ αφού με περιμένει μεγάλη μέρα, χωρίς λίο χώρο να ησυχάσω, συνεννοούμαι με τη συμφοιτήτρια και δίνουμε ραντεβού στο Μουσείο Ασιατικής Τέχνης.
Κάνουμε τη βόλτα μας στο μουσείο, βλέπουμε την προσωρινή έκθεση για την οποία είχα διαβάσει πριν πάω, φρικάρω με τους Ιάπωνες που έχουν τόσο τρομακτικές ιστορίες και φεύγουμε.
Σε δυσκολεύω, αλλά προσπάθα το. |
Πάω για βρωμοφαγητό στα ΜικΜακ, σάντουιτς όπως το έπαιρνα όσο ήμουν στο νησί: τυρί, γαλοπούλα, τυροκαφτερή, καλαμπόκι, ελιές, τομάτα, αγγούρι, πατάτες. Εννοείται ότι είναι βρώμικοι όπως πάντα. Με το γάντι που ακουμπά το ψωμί και τα υλικά, ακουμπά και τους δίσκους, και τις τοστιέρες και τα χρήματα!!!!! Κλασικά, αλλά γιάμ.
Τρώω και κάνω βόλτα μέσω Καμπιέλλο (παλιάς πόλης) στο παλιό λιμάνι (τώρα μαρίνα), για να καταλήξω στην είσοδο του νέου φρουρίου. Ανεβαίνω και βλέπω τη θέα από τη διαδρομή και την κορυφή. Στενοχωριέμαι γιατί κάποτε το bar Morrison είχε τρελό σουξέ εκεί, στην απλωσιά στην κορυφή του φρουρίου, και τώρα το μόνο που υπάρχει είναι μια καφετέρια ίσα ίσα για να ξεδιψάσει ο επισκέπτης, και κλείνει στις 5:00-5:30 το απόγευμα.
Το παλιό φρούριο στο βάθος. Πόση ομορφιά; :) |
Κάτω έχει ανοίξει ένα νέο μεξικάνικο, και ένα wine something, έχοντας αλλάξει όλα από 3-4 φορές από τότε που έφυγα.
Κατεβαίνω από την άλλη πλευρά, περνώ από τη Λαΐκή που επιτέλους τέλειωσε, εκσυγχρονίστηκε και έγινε ένας τόπος πιο μαζεμένος και συγυρισμένος. Συνεχίζω προς το κέντρο και καταλήγω πάλι στο Bristol αν και το σχέδιο ήταν να κάτσω στο Petit Fleur, αδερφάκι του μαγαζιού στην Αθήνα. Λογικό, μια σταλιά τόπος, σιγά μην έβρισκα καρέκλα!
Διαβάζω το βιβλίο μου και αποφασίζω ότι είναι ώρα για άλλη μια βόλτα. Πρέπει να διαλέξω μεταξύ καθολικού νεκροταφείου και κανονιού-ποντικονησιού.
Επιλέγω το πρώτο μόνο και μόνο γιατί δεν θέλω να φάω την ώρα μου περιμένοντας λεωφορεία και να εκνευρίζομαι. Εξάλλου η διάθεσή μου είναι για ηρεμία και όχι για πολλά πολλά.
Γυρνώ στο κέντρο, πέρνω ένα χυμό γιάμ γιάμ καρύδα-ανανά και κάθομαι στη σπιανάδα και χαζεύω λίγο.
Η ώρα περνά, πρέπει να την κάνω για καλά. Κατεβαίνω στην πιάτσα, πέρνω ένα ταξί, περνάμε από το ξενοδοχείο, μαζεύω τα πράγματά μου και φεύγουμε για αεροδρόμιο και Σαλόνικα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου