Έκλεισε φέτος ένα κομμάτι της ιστορίας μας ως οικογένεια. Θάψαμε τον 2ο και τελευταίο αγνοούμενο θείο. Αδερφό, θείο- παππού, πλέον.
Μετά την κηδεία του 1ου πριν από 11 μήνες, μετά από απίστευτες προσπάθειες, ψάξιμο, mindfucks, ήρθε η σειρά και του 2ου.
Θυμάμαι πριν από ένα περίπου χρόνο κάποιο πρωινό που ήμουν μόνη στο σπίτι και χτύπησε το τηλέφωνο. Σκέφτηκα να μην απαντήσω, εκνευρίστικα κιόλας γιατί σκέφτηκα πως αν ήταν ξένος θα χτυπούσε στα κινητά μας, άρα μάλλον είναι οι δικοί μου και με βασανίζουν. Τελικά απάντησα γιατί σκέφτηκα ότι ποτέ δεν ξέρεις.
Από την ΔΕΑ μου είπαν, και ζήτησαν ένα κινητό για τη μητέρα μου. Πριν την πάρουν την πήρα και την προειδοποίησα. Δεν είπα κάτι, δεν ήξερα τι να ελπίζω. Να είναι ο θείος που ψάχναμε γιατί ξέραμε πού ήταν θαμμένος και δεν ξέραμε πώς γίνεται να χάθηκε; Να είναι ο θείος του οποίου λίγο πολύ χάσαμε τα ίχνη;
Ήταν το 1ο. Η γιαγιά είχε πεθάνει με την απορία πώς γίνεται να χάθηκε ένα νεκρό, θαμμένο σώμα, που ήξεραν πού βρισκόταν. Οι κυβερνήσεις μόκο, ασυναρτησίες, μισόλογα. Σχεδόν 35 χρόνια θαμένος στην Ελλάδα, ο θείος, ή μάλλον για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, ό,τι έμεινε από τον θείο, πλέον επέστρεψε κοντά μας. Κάποια άλλη οικογένεια τον έκλαψε και τον έθαψε πριν τόσα χρόνια. Μια άλλη μάνα ίσως πέθανε λίγο πιο ήσυχη που έθαψε το παιδί της τότε, αντί η γιαγιά μας.
Η οικογένεια μου ζήτησε να γράψω και να διαβάσω τον επικήδειο. Πώς να γράψω για έναν άνθρωπο που δεν γνώρισα ποτέ; Πώς να γράψω για έναν άνθρωπο τον οποίο μπέρδευα με έναν άλλον επειδή για μένα και οι δύο ήταν "οι θείοι οι αγνοούμενοι"; Απαλλάκτηκα της ευθύνης εν μέσω νεύρων, έντασης και δακρύων, και το έργο ανέλαβε η ξαδέρφη του, επαγγελματίας, που τον γνώριζε, που ήξερε για εκείνον, που μπορούσε να μιλήσει από καρδιάς για εκείνον.
Κλάμα.
Φέτος λάβαμε και το 2ο τηλεφώνημα. Πριν από χρόνια πληροφοριοδότης υπέδειξε μαζικό τάφο στην περιοχή όπου θεάθηκε τελευταία φορά ο θείος. Στο 1.5 μέτρο δεν βρέθηκε κάτι. Ο πληροφοριοδότης επιμένει, και στα 3 μέτρα αρχίζουν να εμφανίζονται άνθρωποι, μεγαλύτεροι από μένα κι εσένα, που πλέον έμειναν μια κάσα πράματα, τυλιγμένοι σε κουβέρτες, Είκοσι στο σύνολο, ο ένας πάνω από τον άλλο. Δέκατος ένατος ο θείος. Δεν υπήρχε λόγος συζήτησης για τον επικήδειο. Ίδιες ευθύνες με 11 μήνες πριν.
Κλάμα.
Είναι άδικο, ξέρεις. Είναι άδικο που δεν γνώρισα ποτέ αυτούς τους ανθρώπους. Είναι άδικο γιατί όλοι μιλούσαν για τα καλά τους μια ζωή. Είναι άδικο γιατί ήταν από νέοι αγωνιστές και αν ο κόσμος ηταν δίκαιος ίσως δεν τους έπεφτε ο κλήρος αυτός, μετά από τόσα άλλα: ορφάνεια, το βάρος της στήριξης μιας οικογένειας, απελευθερωτικός αγώνας, το ξεκίνημα μιας προσωπικής ζωής, προσφορά σε άλλους, έργο ζωής, αγάπη για την οικογένειά τους..
Κρατώ μια κουβέντα για τον καθένα:
Η μάνα του να τον παρακαλά "γιέ μου μην πας, έλα μαζί μας, έλα να μας προσέχεις, μεν μας αφήνεις μόνες μας με την αρφή σου τη μιτισά", κι αυτός να απαντά "μάμμα θα σας προσέχω καλύτερα που τζειαμέ".
Κι ο άλλος, τα τελευταία λόγια του εξ΄όσων γνωρίζουμε, προς τους συναγωνιστές του "φύετε να γλυτώσετε, έννα είμαστεν καλά εμείς". Όλα αυτά για μια σφαίρα στο κεφάλι, από κάποιον που τον κοιτούσε κατάμματα, μα η ανθρωπιά του έφτανε μέχρι εκεί.
Και προσπαθώ να χτίσω ψεύτικες αναμνήσεις από νέα παλληκάρια, στα καλοκαίρια κάτω από τον ήλιο, στον Καραβά και στον Άη Γιώρκη, γιατί πλέον έμαθα, και δεν θέλω να ξεχάσω.