Εφτάσαμεν μια βδομάδα με τούτη την κατάσταση.
Εκουράστηκα με ούλλους, αλλά παραπάνω που ούλλα κουράζει με η αβεβαιότητα.
Αν είναι να ανοίξει η γη να μας καταπιεί, να πέσει λαμπρό να μας κάψει, ας γίνει. Αλλά εν μπορώ άλλο τούτο το περίμενε.
Νοιώθω ότι έννα πάω να πάρω μια ανάσα και δεν θα έχει αέρα.
Επέλλανεν ο κόσμος, να πιάσει τα λεφτά του, να ξεφορτωθεί όσα λεφτά γίνεται, να στείλει λεφτά στα παιδιά του, να γοράσει μακαρόνια, αλεύρια, κονσέρβες, πόλιπιφ, να φκει στο δρόμο να φωνάξει εναντίον σε κάτι, αλλά δεν ξέρει σε τι, δεν ξέρει τι είναι η άλλη λύση που θα μπορούσε να δωθεί.
Τζαι κανένας δεν ξέρει τι θα γίνει.
Σκέφτουμαι αν έχω κανέναν παππού, κανένα άθρωπο που μπορεί να μεν έχει πιστωτικές κάρτες, μετρητά σπίτι του, αν έχουν να φαν, να πιούν.
Χαίρομαι που η ΑΗΚ είπε ότι δεν θα κόψει το ρεύμα μες σε τούτη την κατάσταση. Κάτι ένει.
Οι μεγαλύτεροι παρομοιάζουν την κατάσταση με τον πόλεμο. Είχε πλάσματα μετά την εισβολή κάθε μέρα επηένναν Λευκωσία-Λεμεσό και πάλι πίσω. Εμαειρεύκαν μες στα χαρτζιά σε ένα σπίτι για 50-60 πλάσματα με ό,τι εβρίσκαν.
Αλλά τωρά κανένας εν ξέρει τι θα γίνει.
Για κάποιους τα πράματα εν ουσιαστικά πιο δύσκολα. Έχουν αρρώστους στα νοσοκομεία, παντρεύκουν τα παιδιά τους, έχουν αθρώπους που χρειάζονται φρέσκο φαγητό κάθε μέρα. Έχει κόσμο που ήδη εζούσε μες στη φτώχια, και ήλπιζε ότι με τόσες στερήσεις θα σπουδάσει τα παιδιά του και όταν με το καλό τελειώσουν θα έχουν μια δουλειά και μια καλύτερη ζωή. Ούλλα μούτηην κώλο.
Κατά τα άλλα κανένας εν ξέρει τι θα γίνει.
Τζαι εκουράστηκα να ακούω παραφιλολογία, ό,τι κόψει του κάθε ενός, ό,τι ακούσουν, ό,τι εκαταλάβαν που κάτι που ακούσαν, που παραπάνω από ότι φαντάζεστε εν τα καταλάβουν, τζαι αναπαράγουν τα λάθος.
Τζαι που όσα μας λαλούν να δούμε τι θα γίνει δεκτόν, να δούμε τι "εννοούν" τούτα ούλλα που ακούμε, γιατί κανένας εν ξέρει τι θα γίνει.
Νοιώθω ότι έννα πάω να πάρω μια ανάσα και δεν θα έχει αέρα.
Έννα πεθάνουμεν;
Έννα πάψουμεν να υπάρχουμεν;
Τούτα γράφω τα απλά για να θυμούμαι τον πανικό, τζαι τούτο το αίσθημα που νοιώθω τούτες τες μέρες.