Όταν ήρθε η ώρα κι ένοιωσα κάπως άνετα, και ήμουν πλεόν σε νόμιμη ηλικία, κι έγινε κάτι παραπάνω, ήταν όπως το rollercoaster το πράμα. Που ανεβαίνει μέχρι ένα σημείο, τζαι μετά πέεεεφτει τζαι εν σταματά με τίποτε, κουβαλώντας σε μαζί του.
Εφτά φορές ρε φίλε. Εφτά φορές σε μια νύχτα. Ακουμπούσε τα όρια του εκνευριστικού αν το σκεφτείς. Τζαι η αλήθεια είναι ότι απορώ ακόμα πώς γίνεται τούτο το πράμα. Ούτε μου ξανάτυχε, ούτε το ξανάκουσα.
Εκράτησε το εσώρουχό μου (το οποίο εδιεκδίκησα πίσω σε κάποια φάση), τζι εσυνέχισε να με φλερτάρει όπως πάντα, να φκαίνουμε ραντεβού, να φκαίουμε με παρέα, να χορεύκουμε χωρίς να μας ενδιαφέρει τίποτε μέσα στα κλαμπς και τα μπαρς, να μου στέλνει σεξουλιάρικα μηνύματα ενώ καθόταν απέναντί μου σε μια παρέα, και να μου ψυθιρίζει στο αυτί πράματα που με εκάμναν να κοκκινίζω μες στον κόσμο.
Όταν ξυπνούσα άρρωστη έβγαινε για δουλειές και περνούσε από το μανάβη του ή από τον φύλακα της σχολής και έπερνε πορτοκάλια. Με το που γυρνούσε, έστυβε φρέσκο χυμό, τον οποίο μου σέρβιρε στο κρεβάτι μαζί με 3-πάντα- μίνι κρουασανάκια με βραστή γαλοπούλα, τυρί, τομάτα και μαρούλι. Ήξερε τις ιδιοτροπίες μου.
Τα βράδια που μαγειρεύαμε παρέα στο σπίτι του, δεν έπλυνα ούτε κι ένα πιάτο. Μου έλεγε πάντα όμορφα λόγια και με έκανε να νοιώθω καλά για μένα. Και τα πίστευα τελικά, όσο άβολα κι αν ένοιωθα εκείνη τη στιγμή που τα άκουγα.
Με γέμιζε μουσικές, ταινιες, γνώσεις, εμπειρίες, περνούσαμε όμορφα... αλλά ήξερα ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Τζαι εν αφήνουμουν εντελώς να νοιώσω όσα θα ένοιωθα αν ήταν αλλιώς τα πράματα.
Εφτά φορές ρε φίλε. Εφτά φορές σε μια νύχτα. Ακουμπούσε τα όρια του εκνευριστικού αν το σκεφτείς. Τζαι η αλήθεια είναι ότι απορώ ακόμα πώς γίνεται τούτο το πράμα. Ούτε μου ξανάτυχε, ούτε το ξανάκουσα.
Εκράτησε το εσώρουχό μου (το οποίο εδιεκδίκησα πίσω σε κάποια φάση), τζι εσυνέχισε να με φλερτάρει όπως πάντα, να φκαίνουμε ραντεβού, να φκαίουμε με παρέα, να χορεύκουμε χωρίς να μας ενδιαφέρει τίποτε μέσα στα κλαμπς και τα μπαρς, να μου στέλνει σεξουλιάρικα μηνύματα ενώ καθόταν απέναντί μου σε μια παρέα, και να μου ψυθιρίζει στο αυτί πράματα που με εκάμναν να κοκκινίζω μες στον κόσμο.
Όταν ξυπνούσα άρρωστη έβγαινε για δουλειές και περνούσε από το μανάβη του ή από τον φύλακα της σχολής και έπερνε πορτοκάλια. Με το που γυρνούσε, έστυβε φρέσκο χυμό, τον οποίο μου σέρβιρε στο κρεβάτι μαζί με 3-πάντα- μίνι κρουασανάκια με βραστή γαλοπούλα, τυρί, τομάτα και μαρούλι. Ήξερε τις ιδιοτροπίες μου.
Τα βράδια που μαγειρεύαμε παρέα στο σπίτι του, δεν έπλυνα ούτε κι ένα πιάτο. Μου έλεγε πάντα όμορφα λόγια και με έκανε να νοιώθω καλά για μένα. Και τα πίστευα τελικά, όσο άβολα κι αν ένοιωθα εκείνη τη στιγμή που τα άκουγα.
Με γέμιζε μουσικές, ταινιες, γνώσεις, εμπειρίες, περνούσαμε όμορφα... αλλά ήξερα ότι κάτι δεν ήταν σωστό. Τζαι εν αφήνουμουν εντελώς να νοιώσω όσα θα ένοιωθα αν ήταν αλλιώς τα πράματα.